- αδελφώνω
- αδελφώνω και αδερφώνω αδέλφωσα, αδελφώθηκα, αδελφωμένος, ενώνω με αδελφική φιλία, συμφιλιώνω: Το περιστατικό αυτό στάθηκε αφορμή να αδελφωθούν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.